- ἀναπνευστικά
- ἀναπνευστικόςofneut nom/voc/acc plἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικόςoffem nom/voc/acc dualἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναπνευστικάς — ἀναπνευστικά̱ς , ἀναπνευστικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
αέρια, πολεμικά — Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
ανακαθαίρω — ἀνακαθαίρω (Α) Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς ΙΙ. μέσ. 1. γίνομαι καθαρός, διαυγής 2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες 3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα 4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι… … Dictionary of Greek
ασφυξιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία 2. «ασφυξιογόνα αέρια» πολεμικά αέρια που ερεθίζουν τα αναπνευστικά όργανα, εμποδίζουν την αναπνοή και μπορούν να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία … Dictionary of Greek
βράγχιο — το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών αρχ. 1. το πτερύγιο του ψαριού 2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
εισπνέω — (AM εἰσπνέω) εισάγω με την αναπνοή αέρα, οξυγόνο, ευχάριστες οσμές, κ.λπ. στα αναπνευστικά μου όργανα αρχ. 1. κάνω εισπνοή 2. φυσώ πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
εισπνευστήρας — ο 1. συσκευή που χρησιμοποιείται για θεραπεία με εισπνοές ή για αναισθησία 2. φρ. «εισπνευστήρας οξυγόνου» μάσκα οξυγόνου που χρησιμοποιούν όσοι έχουν ή μπορεί να παρουσιάσουν αναπνευστικά προβλήματα (ασθενείς, ορειβάτες, αεροπόροι κ.λπ.) … Dictionary of Greek